κερῶ — κείρω kṛṇā´ti fut ind act 1st sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
κεράννυμι — (ΑΜ, Α και κεραννύω, επικ. τ. κεραίω και κερῷ, άω) 1. αναμιγνύω υγρά, συνήθως κρασί με νερό, για να μετριάσω στο κράμα τη δύναμη οινοπνευματώδους ποτού (α. «κύλικος ἴσον κεκραμένης», Αριστοφ. β. «οἴνῳ καὶ μέλιτι κεράσαντα τὴν κρήνην, ἀφ ἧς ἔπινον … Dictionary of Greek
περικερώ — άω, Α (για στρατό) περικυκλώνω κέρας εχθρικού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κερῶ «δίνω σε κάτι σχήμα κερατοειδές» (< κέρας)] … Dictionary of Greek
συνομοκέρωτος — ον, Μ αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό κεράτων με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμ(ο) * + κέρωτος < κέρω ς (< κέρας*, πρβλ. ἄ κερως) + επέκταση τος, κατά τα μτγν. συνθ. σε κέρατος (πρβλ. ἀ κέρατος), πρβλ. και ἀ κέρωτος] … Dictionary of Greek
k̂erǝ-, k̂rā- — k̂erǝ , k̂rā English meaning: to mix; to cook Deutsche Übersetzung: “mischen, durcheinanderrũhren”, partly also “kochen” (vom Umrũhren) Material: O.Ind. srüyati “kocht, brät”, srīṇüti “mischt, kocht, brät”, srītá “gemischt”,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
(s)ker-4, (s)kerǝ-, (s)krē- — (s)ker 4, (s)kerǝ , (s)krē English meaning: to cut Deutsche Übersetzung: ‘schneiden” Material: I. A. O.Ind. ava , apa skara “Exkremente (Ausscheidung)”; kr̥ṇüti, kr̥ṇōti “verletzt, slays “ (lex.), utkīrṇ a “ausgeschnitten,… … Proto-Indo-European etymological dictionary